συμπονεῖ

συμπονεῖ
συμπονέω
toil
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συμπονέω
toil
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
συμπονέω
toil
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
συμπονέω
toil
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπόνει — συμπονέω toil pres imperat act 2nd sg (attic epic) συμπονέω toil pres imperat act 2nd sg (attic epic) συμπονέω toil imperf ind act 3rd sg (attic epic) συμπονέω toil imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονετικός — ή, ό, Ν [πονώ] αυτός που συμπονεί τους άλλους, που τούς ευσπλαγχνίζεται και συμμετέχει συναισθηματικά στις δυστυχίες τους. επίρρ... πονετικά κατά τρόπο πονετικό, με συμπόνια («έγυρε ο Αργύρης πονετικά και τή φιλεί», παραλλαγή ακριτ. έπους) …   Dictionary of Greek

  • πονόκαρδος — η, ο, Ν αυτός που συμπονεί τους συνανθρώπους του, που είναι ευαίσθητος στη δυστυχία τών άλλων, πονόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + καρδος (< καρδιά), πρβλ. ανοιχτό καρδος] …   Dictionary of Greek

  • πονόψυχος — η, ο, Ν αυτός που συμπονεί τους άλλους, ευσπλαγχνικός, πονετικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόνος + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • ελεητικός — ή, ό που συμπονεί, ο ευσπλαχνικός: Χάνουμε την ελεητική, την ανοιχτόκαρδη (Κ. Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”